βαρελήσιος

βαρελήσιος
α, ο бочечный, бочковый, в бочках;

σαρδέλλες βαρελήσιες — сардины в бочках


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "βαρελήσιος" в других словарях:

  • βαρελήσιος — ια, ιο αυτός που έχει συσκευαστεί ειδικά μέσα σε βαρέλι («βαρελήσιο τυρί, βαρελήσιες ελιές») …   Dictionary of Greek

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • καδήσιος — ια, ιο [κάδη] αυτός που προέρχεται από κάδη, βαρελήσιος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»